ΜΙΧΑΪ ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ

Τα ποιήματα του Εμινέσκου, με επιπλέον υλικό, έχουν μεταφερθεί, εδώ.

ΜΙΧΑΪ ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ [MIHAI EMINESCU (1850-1889)]: Σονέτο

Της ξακουσμένης Βενετιάς έσβησεν η ζωή,
τα ολόχαρα τραγούδια και των χορών τα φώτα,
στις μαρμαρένιες σκάλες και στις στοές σαν πρώτα
γλυστράει η Σελήνη φέγγοντας στους τοίχους σιωπηλή.

Και στα κανάλια, αγέραστος, θρηνεί ο Ωκεανός,
αιώνια ολομόναχος και μ’ ανθισμένη νιότη,
στη νύμφη φέρνοντας πνοή απ’ τη ζωή την πρώτη
ως δέρνει με το κύμα τους βράχους αφριστός.

Στο Κάστρο μέσα σιωπή κοιμητηριού απλώθη
και σύμβολο κάποιων παλιών καιρών ως απομένει
ο Άγιος Μάρκος πένθιμα μεσάνυχτα σημαίνει.

Σαν Σίβυλλας πικρή λαλιά βαθιά η φωνή του βγαίνει
να πει με τον αντίλαλο και στο ρυθμό που κλώθει:
‘‘Του κάκου, δεν ξαναγυρνούν, παιδί μου, οι πεθαμένοι’’.

Μετάφραση: Άλκης Μυρσίνης-Μάνθος

ΜΙΧΑΪ ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ [MIHAI EMINESCU (1850-1889)]: Καληνύχτα

Μέσ’ στα πυκνά ζεστά κλαριά
στρουθιά κουρνιάζουν
σφαλούν τα βλέφαρα βαριά
και πια ησυχάζουν.

Μόνο το ρυάκι τραγουδεί
μια σιγαλιά το δάσος κλείνει.
Και κάθε ανθός, κάθε κλαδί
‘κείται εν ειρήνη’.

Ο κύκνος στην απανεμιά
της όχθης έχει γείρει.
Κι άγγελοι ραίνουν γιασεμιά
τη νύχτα κι άσπρη γύρη.

Σε τι ησυχία χερουβική
σεπτή σελήνη πλέει.
Βλέπει την πλάση ονειρική
και ‘Καληνύχτα’ λέει.

Μετάφραση: Κώστας Ασημακόπουλος

ΜΙΧΑΪ ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ [MIHAI EMINESCU (1850-1889)]: Σε άνεμους κι άγρια νερά…

Σμήνη καράβια που πικρά
μισεύουν μέσ’ σε καταχνιά…
Πόσα θα χάσουν τα πανιά
σε άνεμους κι άγρια νερά…

Απ’ τα πουλιά που στα φτερά
παίρνουν τον ήλιο σε φυγή,
πόσα θα βρουν θανή αργή
σε άνεμους κι άγρια νερά…

Κι αν κυνηγάς κάποια χαρά
κι έχεις μια πίστη και μια αρχή,
δεν θ’ αξιωθείς ανακωχή
σε άνεμους κι άγρια νερά.

Ακατανόητο πικρά
κάθε τραγούδι από ψυχή,
ανώφελο και κούφιο ηχεί
σε άνεμους κι άγρια νερά.

Μετάφραση: Κώστας Ασημακόπουλος

ΜΙΧΑΪ ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ [MIHAI EMINESCU (1850-1889)]: Βράδυ στο λόφο

Βούκινο ηχεί στου λόφου τη βραδινή ησυχία,
κοπάδια ανηφορίζουν, άστρα σπιθοβολούν,
απ’ τις πηγές τα κρύα νερά κλαιν ως κυλούν
κι εσύ με περιμένεις κάτω από μια ακακία.

Στο γαληνό διάστημα κάθε άστρο νωπή στάλα,
το φωτεινό φεγγάρι πλέει στους ουρανούς,
το στήθος σου γεμάτο αγάπη, έγνοια ο νους,
ψάχνουν τ’ αριά φυλλώματα τα μάτια σου μεγάλα.

Σύννεφ’ αυλάκια φωτεινά οι αχτίνες στους αιθέρες
προς το φεγγάρι υψώνονται οι στέγες οι παλιές,
του πηγαδιού τ’ αξόνι τρίζει, και στις πλαγιές
στενάζουν των βοσκών μες στην αχλύ οι φλογέρες.

Κατάκοποι οι ξωμάχοι και με το βλέμμα χάμου
γυρνούν απ’ τα χωράφια. Σημαίνει εσπερινό
το σήμαντρο σκορπώντας στο βράδυ ήχο γλυκό,
φλόγες αγάπης καίνε απόψε στην καρδιά μου.

Τα σπίτια της κοιλάδας, έλα, σκοτάδι, κλείσε,
αβάσταγο το βήμα μου να τρέξει να τη βρει,
στην ακακία θα μείνουμε τη νύχτα όλη, κι εκεί
για ώρες θα σου λέω πόσο ακριβή μού είσαι.

Με στηριγμένο το ένα πάνω στο άλλο σώμα
γλυκά θα κοιμηθούμε κάτω απ’ τη γριά
ψηλή ακακία. Ω, πες μου, για μια τέτοια νυχτιά
ποιος είναι που δε θα ’δινε και τη ζωή του ακόμα;

Μετάφραση: Ρίτα Μπούμη-Παπά

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.